αυτολίπαντος

αυτολίπαντος
-η, -ο
(για έδρανα και τριβείς) αυτός που έχει απορροφήσει προηγουμένως λιπαντέλαιο έτσι ώστε να μη χρειάζεται περιοδική λίπανση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”